Ρουγκουτσάρια.
Οι ρίζες των ρουνγκουτσαριών είναι στην αρχαία Ελλάδα και τα χειμερινά Διονύσια και η αναβίωσή τους γίνεται κάθε πρωτοχρονιά. Νωρίς το πρωί οι νέοι του χωριού ντύνονται τσολιάδες, εκτός από έναν που ντύνεται γυναίκα (νύφη), και έναν που φοράει τα κουδούνια και βάφεται μαύρος, ο Ρούνγκος ή Ρουνγκουτσάρης. Οι τσολιάδες - καπεταναραίοι κρατάνε στα χέρια τους μαχαίρια, ο Ρουνγκουτσάρης τη τσιουμπανίκα (ξύλο με χοντρή - στρογγυλή άκρη) και η νύφη ένα πορτοκάλι. (Παλιά που το χωριό είχε πολλούς νέους, ντύνονταν μόνο αυτοί οι νέοι που η «σειρά τους» θα πήγαινε στο στρατό).
Συγκεντρώνονται στο Κοινοτικό Κατάστημα νωρίς το πρωί. Δυο ή τρεις τσολιάδες πάνε στην εκκλησία. Ανάβουν κερί, προσκυνούν και μετά από λίγο αποχωρούν. Μόλις τελειώσει η λειτουργία ο κόσμος συγκεντρώνεται στο προαύλιο της εκκλησίας και περιμένει τα ρουνγκουτσάρια που έρχονται τραγουδώντας το:
Άγιος Βασίλη έρχεται Γενάρης
ξημερώνει
Βασίλη μ' πόθεν έρχεσαι, και πόθεν κατεβαίνεις.
Από τα ξένα έρχομαι και στα δικά σας πάω .
Αν έρχεσ' απ' την ξενιτιά πες μας ένα τραγούδι.
Εγώ τραγούδια μάθαινα τραγούδια να σας λέω.
Στην πατερίτσα ακούμπησε να πει ένα τραγούδι
Κι η πατερίτσα ήταν χλωρή κι απόληκε κλωνάρια
Κλωνάρια χρυσοκλώναρα με τ’ αργυρένια φύλλα.
Φτάνοντας, κατευθύνονται προς το μέρος που βρίσκεται ο Πρόεδρος του χωριού και τραγουδάνε το:
Αφέντη μου πρωτότοκε και πρωτοτιμημένε
πρώτα σε τίμησ' ο Θεός και ύστερα ο κόσμος.
Δεν έπρεπες αφέντη μου σε τούτα τα σοκάκια
μόν' έπρεπες αφέντη μου στης πόλης τα παλάτια
να κοσκινίζεις τα φλουριά να δερμονίζ'ς τα γρόστα .
Κι από τα κοσκινίσματα κέρνα τα παλικάρια,
κέρνατ' αφέντη μ' κέρνατα τα λασποκοπημένα
να τρων να πίν' ν να χαίρονται να λεν για την υγειά σου,
για την υγειά σου αφέντη μου για την καλή χρονιά σου.
Και βάλε το χεράκι σου στον αργυρό σου τσέπη
αν έχεις γρόσια δώσ' μας τα φλουριά μην τα λυπάσαι
Αν έχεις και μονόγροσια κέρνα τα παλικάρια
κέρνατ' αφέντη μ' κέρνατα τα λασποκοπημένα
να τρών’ να πίν’ν να χαίρονται να λεν για την υγειά σου
για την υγειά σου αφέντη μου για την καλή
χρονιά σου
Έχετε γεια, έχετε γεια και τώρα και του χρόνου.
Μετά αποχωρούν για να πάνε σ' όλα τα σπίτια του χωριού. Σε κάθε σπίτι του χωριού τραγουδούν και το ανάλογο τραγούδι.
ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ ΠΡΩΤΟΧΡΟΝΙΑΣ (Ρουγκατσάρια)
Στον πρόεδρο του χωριού τραγουδούσανε:
Αφέντη μου πρωτότοκε και πρωτοτιμημένε
πρώτα σε τίμησ' ο Θεός και ύστερα ο κόσμος.
Δεν έπρεπες αφέντη μου σε τούτα τα σοκάκια
μον' έπρεπες αφέντη μου στης πόλης τα παλάτια
να κοσκινίζεις τα φλουριά να δερμονίζ'ς τα γρόστα .
Κι από τα κοσκινίσματα κέρνα τα παλικάρια,
να τρών’ να πίν’ν να χαίρονται να λεν για την υγειά σου
για την υγειά σου αφέντη μου για την καλή
χρονιά σου
Έχετε γεια, έχετε γεια και τώρα και του χρόνου.
Στον Παπά τραγουδάνε:
Κατ' από την κληματαριά κατ' από το άγιο κλήμα
εκεί κοιμάται ο Δέσποτας με το σταυρό στα χέρια
κανένας δεν ετόλμησε να πάει να τον ξυπνήσει
μόν' η κυρά η Παναγιά πάει και τον ξυπνάει να
για σήκω πάνω Δέσποτα και μην βαρτοκοιμάσαι
Τα μοναστήρια σήμανα κι οι εκκλησιές διαβάζουν
Και βάλε το χεράκι σου στον αργυρό σου τσέπη
αν έχεις γρόσια δώσ' μας τα φλουριά μην τα λυπάσαι
Αν έχεις και μονόγροσια κέρνα τα παλικάρια
κέρνατ' αφέντη μ' κέρνατα τα λασποκοπημένα
να τρών’ να πίν’ν να χαίρονται να λεν για την υγειά σου
για την υγειά σου αφέντη μου για την καλή
χρονιά σου
Έχετε γεια, έχετε γεια και τώρα και του χρόνου.
Στους Βασίληδες τραγουδάνε:
Άγιος Βασίλης έρχεται Γενάρης ξημερώνει
Βασίλη μ' πόθεν έρχεσαι πόθε κατεβαίνεις
Από τα ξένα έρχομαι και στα δικά σας πάω
Αν έρχεσ' απ' την ξενητιά πες μας ένα τραγούδι
Εγώ τραγούδια μάθαινα τραγούδια να σας λέω
Στην πατερίτσα ακούμπησε να πει ένα τραγούδι
κι η πατερίτσα ήταν χλωρή και απόληκε κλωνάρια
κλωνάρια χρυσοκλώναρα και αργυρένια φύλλα
Και βάλε το χεράκι σου στον αργυρό σου τσέπη
αν έχεις γρόσια δώσ' μας τα φλουριά μην τα λυπάσαι
Αν έχεις και μονόγροσια κέρνα τα παλικάρια
κέρνατ' αφέντη μ' κέρνατα τα λασποκοπημένα
να τρών’ να πίν’ν να χαίρονται να λεν για την υγειά σου
για την υγειά σου αφέντη μου για την καλή
χρονιά σου
Έχετε γεια, έχετε γεια και τώρα και του χρόνου.
Όπου έχουν ξενιτεμένους τραγουδάνε:
Ξενιτεμένο μου πουλί και
παραπονεμένο
η ξενιτιά σε χαίρεται Και 'γώ χω τον καημό μου
τι να σου στείλω ξένε μου εκεί στα ξένα που' σαι
να στείλω μήλο σέπεται κυδώνι μαραγκιάζει
να στείλω και το δάκρυ μου σ' ένα χρυσό μαντήλι
το δάκρυ είναι καυτερό και καίει το μαντήλι
Και βάλε το χεράκι σου στον αργυρό σου τσέπη
αν έχεις γρόσια δώσ' μας τα φλουριά μην τα λυπάσαι
Αν έχεις και μονόγροσια κέρνα τα παλικάρια
κέρνατ' αφέντη μ' κέρνατα τα λασποκοπημένα
να τρών’ να πίν’ν να χαίρονται να λεν για την υγειά σου
για την υγειά σου αφέντη μου για την καλή
χρονιά σου
Έχετε γεια, έχετε γεια και τώρα και του χρόνου.
Στο Γραμματέα και το Δάσκαλο τραγουδάνε:
Γραμματικός καθότανε σε μάρμαρο
τραπέζι
Έγραφε και κοντίλιαζε τριών λογιών μελάνι
Και σήκωσε το χέρι του και χύθηκ' η μελάνη
και βάψανε τα ρούχα του τα χρυσοκεντημένα
σ’ εννιά ποτάμια τα 'πλεναν και βάψανε και
κείνα
Και βάλε το χεράκι σου στον αργυρό σου τσέπη
αν έχεις γρόσια δώσ' μας τα φλουριά μην τα λυπάσαι
Αν έχεις και μονόγροσια κέρνα τα παλικάρια
κέρνατ' αφέντη μ' κέρνατα τα λασποκοπημένα
να τρών’ να πίν’ν να χαίρονται να λεν για την υγειά σου
για την υγειά σου αφέντη μου για την καλή
χρονιά σου
Έχετε γεια, έχετε γεια και τώρα και του χρόνου.
Στα ανύπαντρα αγόρια τραγουδάνε:
Εκίνησε ο νιούτσικος να πάει να αρραβωνιάσει
Ουδέ τα ρούχα έπαιρνε ουδέ τον αρραβώνα.
Κι η μάνα του τον έλεγε κι η μάνα του τον λέει,
για γύρνα πίσω νιούτσικε για γύρνα παραπίσω,
για γύρνα πάρ’ τα ρούχα σου πάρε την αρραβώνα.
Εκεί π' θα πάω μάνα μου εκεί π' θ' αρραβωνιάσω
Ουδέ τα ρούχα μου ζητούν, ουδέ την αρραβώνα.
Και βάλε το χεράκι σου στον αργυρό σου τσέπη
αν έχεις γρόσια δώσ' μας τα φλουριά μην τα λυπάσαι
Αν έχεις και μονόγροσια κέρνα τα παλικάρια
κέρνατ' αφέντη μ' κέρνατα τα λασποκοπημένα
να τρών’ να πίν’ν να χαίρονται να λεν για την υγειά σου
για την υγειά σου αφέντη μου για την καλή
χρονιά σου
Έχετε γεια, έχετε γεια και τώρα και του χρόνου.
Στα ανύπαντρα κορίτσια τραγουδάνε:
Προξενητάδες κίνησαν 'πό μέσα από την πόλη
προξενετούσαν κι έλεγαν προξενετούν και λένε
το τίνος είναι η λυγερή που 'ρχεται απ' το πηγάδι
φοράει γκιορντάνια στο λαιμό κι ασήμια στο κεφάλι.
Και βάλε το χεράκι σου στον αργυρό σου τσέπη
αν έχεις γρόσια δώσ' μας τα φλουριά μην τα λυπάσαι
Αν έχεις και μονόγροσια κέρνα τα παλικάρια
κέρνατ' αφέντη μ' κέρνατα τα λασποκοπημένα
να τρών’ να πίν’ν να χαίρονται να λεν για την υγειά σου
για την υγειά σου αφέντη μου για την καλή
χρονιά σου
Έχετε γεια, έχετε γεια και τώρα και του χρόνου.
Στα νιόπαντρα και αρραβωνιασμένα τραγουδάνε:
Κρατείν ο δέντρος τη δροσιά
κρατείν κι ο νιός την κόρη
στα γόνατα την έπαιζε στα μάτια την κοιτούσε
στα χείλη και στα μάγουλα γλυκά την εφιλούσε.
Και βάλε το χεράκι σου στον αργυρό σου τσέπη
αν έχεις γρόσια δώσ' μας τα φλουριά μην τα λυπάσαι
Αν έχεις και μονόγροσια κέρνα τα παλικάρια
κέρνατ' αφέντη μ' κέρνατα τα λασποκοπημένα
να τρών’ να πίν’ν να χαίρονται να λεν για την υγειά σου
για την υγειά σου αφέντη μου για την καλή
χρονιά σου
Έχετε γεια, έχετε γεια και τώρα και του χρόνου.
Στα μοναχοπαίδια τραγουδάνε:
Η μάνα που 'χει τον υγιό το μόνο κανακάρη
τον έλουζε τον χτένιζε και στο σχολειό τον στέλνει
κι ο δάσκαλος τον καρτερεί με μια χρυσή
βεργούλα
παιδί μου πουν τα γράμματα πουν τα πινακίδια.
Τα γράμματα είναι στο χαρτί κι ο νους μου πέρα
πέρα.
πέρα εκεί στις όμορφες πέρα στις μαυρομάτες.
Και βάλε το χεράκι σου στον αργυρό σου τσέπη
αν έχεις γρόσια δώσ' μας τα φλουριά μην τα λυπάσαι
Αν έχεις και μονόγροσια κέρνα τα παλικάρια
κέρνατ' αφέντη μ' κέρνατα τα λασποκοπημένα
να τρών’ να πίν’ν να χαίρονται να λεν για την υγειά σου
για την υγειά σου αφέντη μου για την καλή
χρονιά σου
Έχετε γεια, έχετε γεια και τώρα και του χρόνου.
Στους τσοπάνηδες τραγουδάνε:
Εδώ σε τούτην την αυλή την μαρμαροστρωμένη
εδώ 'χουν χίλια πρόβατα και δυο χιλιάδες γίδια.
Βόσκατα …. βόσκατα καλά μεσαριασέτα
κάτω στους κάμπους μην τα πας στα πράσινα λιβάδια
γιατί έχει λησμοβότανο και λησμονούν τα αρνιά
τους.
Και βάλε το χεράκι σου στον αργυρό σου τσέπη
αν έχεις γρόσια δώσ' μας τα φλουριά μην τα λυπάσαι
Αν έχεις και μονόγροσια κέρνα τα παλικάρια
κέρνατ' αφέντη μ' κέρνατα τα λασποκοπημένα
να τρών’ να πίν’ν να χαίρονται να λεν για την υγειά σου
για την υγειά σου αφέντη μου για την καλή
χρονιά σου
Έχετε γεια, έχετε γεια και τώρα και του χρόνου.
Στους πολύτεκνους τραγουδάνε:
Καλότυχος αφέντη μου με του υγιούς από 'χεις
ένας μαθαίνει γράμματα κι' άλλος μαθαίνει τέχνη
κι ο τρίτος ο μικρότερος μαθαίνει να λογιάζει,
φέρνει τα λάφια ζωντανά τ' αγρίμια σκοτωμένα.
Και βάλε το χεράκι σου στον αργυρό σου τσέπη
αν έχεις γρόσια δώσ' μας τα φλουριά μην τα λυπάσαι
Αν έχεις και μονόγροσια κέρνα τα παλικάρια
κέρνατ' αφέντη μ' κέρνατα τα λασποκοπημένα
να τρών’ να πίν’ν να χαίρονται να λεν για την υγειά σου
για την υγειά σου αφέντη μου για την καλή
χρονιά σου
Έχετε γεια, έχετε γεια και τώρα και του χρόνου.
Στις αρραβωνιασμένες κοπέλες τραγουδάνε:
Εδώ σε τούτην την αυλή την μαρμαροστρωμένη
εδώ' χουν κόρη ανύπαντρη κόρη αρραβωνιασμένη
της τάξανε το Βασιλιά, της τάξανε το Ρήγα.
Δε θέλω εγώ το Βασιλιά δε θέλω εγώ το Ρήγα
μόν' θέλω εγώ το νιούτσικο τον καγκελοφρυδάτο
Και βάλε το χεράκι σου στον αργυρό σου τσέπη
αν έχεις γρόσια δώσ' μας τα φλουριά μην τα λυπάσαι
Αν έχεις και μονόγροσια κέρνα τα παλικάρια
κέρνατ' αφέντη μ' κέρνατα τα λασποκοπημένα
να τρών’ να πίν’ν να χαίρονται να λεν για την υγειά σου
για την υγειά σου αφέντη μου για την καλή
χρονιά σου
Έχετε γεια, έχετε γεια και τώρα και του χρόνου.
Σ' όποιο σπίτι δεν τους άνοιγαν την πόρτα, τότε τραγουδάνε κοροϊδευτικά το τραγούδι:
Του κασιδιάρη τ' άλογο στη βατσινιά δεμένο
οι καραμούζες το τσιμπούν κι αυτό μόν' καμαρώνει,
αφέντη μου στην κάπα σου εννιά χιλιάδες ψείρες,
άλλες γενούν άλλες κλωσούν κι άλλες τ' αυγά μαζώνουν
κι άλλες το Θο παρακαλούν να μην τις ζεματίσουν.
Σε κάθε σπίτι οι πόρτες είναι ανοιχτές. Οι νοικοκυρές τους περιμένουν με μεζέδες, γλυκά, πορτοκάλια, και μανταρίνια. Το απομεσήμερο αφού γυρίσουν όλα τα σπίτια του χωριού και τα μαγαζιά, τότε πάνε στην πλατεία του χωριού για να χορέψουν. Πρώτος χορεύει ο Ρουνγκουτσάρης, ενώ όλοι μαζί τραγουδούν το τσάμικο τραγούδι:
Παιδιά μ' σαν θέλ’τε λεβεντιά και Κλέφτες να
γενείτε
εμένα να ρωτήσετε, πως τα περνούν οι κλέφτες.
Δώδεκα χρόνια έκανα στους κλέφτες καπετάνιος
ζεστό ψωμί δεν έφαγα, σε στρώμα δεν κοιμήθ’κα
το χέρι μου προσκέφαλο και το σπαθί μου στρώμα
το έρημο ντουφέκι μου σαν μάν’ αγκαλιασμένο.
Πριν τελειώσει το χορό ο Ρουνγκουτσάρης, πετάει ψηλά την τζουμπανίκα και οι χωριανοί προσπαθούν να την πιάσουν. Όποιος την πιάσει θεωρείται τυχερός και την κρατάει για όλο το χρόνο. Στη συνέχεια χορεύει η «νύφη», ενώ όλοι μαζί τραγουδούν:
Ένα νερό κυρα Βαγγελιώ, ένα νερό κρύο νερό
κι από πούθε κατεβαίνει, Βαγγελιώ μου παινεμένη;
Από γκρεμό, κυρα Βαγγελιώ, από γκρεμό γκρεμίζεται
και σε περιβόλι μπαίνει, Βαγγελιώ μου παινεμένη.
Ποτίζει δε - κυρα Βαγγελιώ, ποτίζει δέντρα και κλαριά
εμ ποτίζει Κυπαρίσσια, σαν τα όμορφα κορίτσια
ποτίζει και, κυρα Βαγγελιώ, ποτίζει κι ένα αγιόκλημα
όπου κάνει το σταφύλι, σαν της Βαγγελιώς τα χείλη.
Προς το τέλος του χορού η «νύφη» πετάει το πορτοκάλι που έχει στο χέρι. Όποιος το πιάσει πάλι, θεωρείται τυχερός. Στη συνέχεια χορεύουν με τη σειρά όλοι οι τσολιάδες διάφορα κλέφτικα δημοτικά τραγούδια, («σαράντα παλικάρια», «Στης Πάργας τον ανήφορο», «δεν μπορώ μανούλα μ’ δεν μπορώ» κλπ.)
Το έθιμο αυτό δεν σταμάτησε ποτέ στις Αμυγδαλιές (εκτός από τα χρόνια της πανδημίας) ούτε και στα χρόνια της τουρκοκρατίας. Πριν από χρόνια ο κόσμος κερνούσε τα Ρουγκουτσάρια τρόφιμα (κρέας, φρούτα, καρύδια, αμύγδαλα, κάστανα κλπ) και αργότερα χρήματα που χρησιμοποιούσαν για κοινωφελείς σκοπούς. Σήμερα το έθιμο αυτό το αναβιώνει ο Πολιτιστικός Σύλλογος του χωριού και επειδή οι νέοι είναι λίγοι συμμετέχουν σ' αυτό διαφορετικές ηλικίες. Για κάποια χρόνια ο Πολιτιστικός Σύλλογος αναβίωνε το έθιμο και στην πόλη των Γρεβενών την παραμονή της πρωτοχρονιάς.
Οι ρίζες των «ρουνγκουτσαριών» κατά πάσα πιθανότητα βρίσκονται στην αρχαία Ελλάδα. Την εποχή αυτή γιορτάζονταν από τους αρχαίους Έλληνες τα «μικρά Διονύσια» ή «Διονύσια των αγρών». Τον ισχυρισμό αυτό ενισχύουν εκτός των άλλων τα κουδούνια του «Ρουνγκουτσάρη» και το σχήμα της τζιουμπανίκας που θυμίζει φαλλό. Στην πορεία βέβαια μετεξελίχτηκαν, παίρνοντας στοιχεία του αγώνα των Ελλήνων κατά των Τούρκων κατακτητών, στοιχεία που διατηρούνται μέχρι και σήμερα. Η λέξη «ρουνγκουτσάρια» προέρχεται κατά πάσα πιθανότητα ή από το λατινικό «ρονγκ», που σημαίνει «ζητώ» ή από το σλάβικο «ρόνγκο» που σημαίνει «κέρατο».
Ενώ σύμφωνα με μια προφορική παράδοση το έθιμο αυτό στα χρόνια της τουρκοκρατίας, κάθε πρωτοχρονιά οι Τούρκοι επέτρεπαν (έδιναν κάτι σαν αμνηστία) στους κλέφτες να κατεβαίνουν στα χωριά τους (γι’ αυτό και οι τσολιάδες κρατούν μαχαίρια παρατεταμένα και απειλητικά). Βλέπανε τους δικούς τους τρώγανε, πίνανε, γλεντούσαν παίρνανε τρόφιμα και μπορεί και κάποιος από αυτούς να παντρεύονταν κιόλας (αυτό συμβολίζει η «νύφη»). Ο Ρουνγκουτσάρης συμβολίζει τον Τούρκο - τον αράπη (γι’ αυτό και βάφεται μαύρος) που τον κοροϊδεύουν κρεμώντας του κουδούνια.
Αξιοσημείωτο είναι το γεγονός ότι ενώ το έθιμο αυτό το συναντά κανείς σχεδόν σε όλη τη Μακεδονία και τη Θεσσαλία, με μικρές παραλλαγές του ονόματος (Λογκατσάρια, Ρουγκατσάρια, Μπούλες και Γενίτσαροι, Αράπης, Μπουμπουσάρια, Μωμόγεροι κλπ), σχεδόν πουθενά δεν είναι ακριβώς το ίδιο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου